- καλαμόφυλλος
- καλαμόφυλλος, -ον (AM)μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλαμόφυλλατα φύλλα τού καλαμιούαρχ.(για φυτά) αυτός που έχει φύλλα καλαμιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμοφύλλων — καλαμόφυλλος with leaves like those of reeds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμόφυλλα — καλαμόφυλλος with leaves like those of reeds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek